Από την αρχαιότητα, η Ελλάδα κατέχει, αν όχι την κορυφαία, σίγουρα μία εξέχουσα θέση στην παγκόσμια αμπελοοινική ιστορία και έχει μεταλαμπαδεύσει στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο τον πολιτισμό του οίνου, ποικιλίες αμπέλου, τεχνικές οινοποίησης κ.ά., μέχρι και την άρρηκτη σύνδεσή του με το φαγητό και τη θέση του στη μεσογειακή διατροφή. Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, στη μακρά ιστορία της Ελλάδας η σχέση της με το κρασί δεν γνώρισε χάσματα και συνεχίζεται έως σήμερα άρρηκτη και κραταιή, κάτι που φανερώνει και μία από τις ψηλότερες κατά κεφαλή καταναλώσεις οίνου στον κόσμο, αυτή των Ελλήνων: 21,3 λίτρα (2020/2021).
Η Ελλάδα, ωστόσο, είναι μια μικρή χώρα, όπου οι 1.500 περίπου οινοποιητικές επιχειρήσεις της (στατιστικά στοιχεία του 2020) είναι στην πλειονότητά τους μικρομεσαίες ή και οικογενειακές και υπεύθυνες για λιγότερο από το 0,9% της παγκόσμιας παραγωγής κρασιού: περί τα 2.283 χιλ. hl (εσοδεία 2021), με σχετική σταθερότητα με το μέσο όρο τής τελευταίας εικοσαετίας, που έχουν αξία €355 εκ. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν στην πλειονότητά τους υψηλή τεχνολογία, καλή τεχνογνωσία και φήμη, ενώ παράγουν μεγάλη ποικιλία οίνων καλής έως πολύ καλής σχέσης ποιότητας/τιμής. Οι εμφιαλωμένοι εξ αυτών αριθμούν περίπου 7.500 διαφορετικές ετικέτες, οι περισσότερες λευκού κρασιού (67,3%) χωρίς ονομασία προέλευσης (2020). Πάντως, οι ελληνικοί οίνοι ΠΟΠ και ΠΓΕ, όσον αφορά το μερίδιό τους στη συνολική ελληνική οινοπαραγωγή, παρουσιάζουν την τελευταία διετία σημαντικά αυξητική τάση και η εκτίμηση είναι πως από 25,2% το 2021 θα φτάσουν το 32,9% το 2022.
Σύμφωνα με τα στατιστικά του κλάδου, οι 33 οίνοι ΠΟΠ της Ελλάδας δεν ξεπερνούν το 3% αυτών της Ε.Ε. (τελευταία θέση μαζί με Πορτογαλία, Ρουμανία και Ουγγαρία). Αντίθετα, οι ελληνικοί οίνοι ΠΓΕ είναι το 26% αυτών της Ε.Ε. (2η θέση με πρώτη την Ιταλία). Αμφότεροι παράγονται από 692 εκ των ελληνικών οινοποιείων. Ωστόσο, ονομασίες Προέλευσης για ελληνικούς οίνους χαίρουν διεθνούς αναγνώρισης και τόσο τα κρασιά που σηματοδοτούν, όσο και άλλα ελληνικά κρασιά χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, για τη διαφορετικότητά τους. Διότι συχνά παράγονται αποκλειστικά ή και από μοναδικές γηγενείς ποικιλίες αμπέλου του ελληνικού αμπελώνα που έχει ιδιαίτερα γαιομορφολογικά χαρακτηριστικά. Το σύνολό του φτάνει τα 63.517 εκτάρια (635.170 στρέμματα), το 8% των οποίων έχουν πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας, μικρό μέρος του βρίσκεται στην ιδιοκτησία οινοποιών, καθώς είναι κατακερματισμένος κυρίως σε μικρούς κλήρους πολλών αμπελουργών και σχεδόν στο ένα τρίτο του κυριαρχούν τρεις από τις 200 περίπου ποικιλίες αμπέλου (ελληνικές και διεθνείς) με τις οποίες είναι φυτεμένος:
Σύμφωνα με τα στατιστικά του κλάδου, κατά την περίοδο 2020-21 στην ελληνική αγορά Ελλάδας διακινήθηκαν 2.284 χιλ. hl κρασιού, μόλις 0,9% κάτω από το μέσο όρο της τελευταίας εικοσαετίας. Το 55% αυτού εκτιμάται πως διακινήθηκε χύδην ή σε ασκό (bag-in-box), ενώ λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών πανδημίας Covid-19 τo 35% μέσω HORECA και διαφόρων χώρων διασκέδασης, το 45% μέσω υπεραγορών Super Market, το 15% σε κάβες και το 5% διαδικτυακά. Τα τελευταία τέσσερα ποσοστά για την περίοδο 2019-20 ήταν 65%, 25%, 7% και 3%, αντίστοιχα.
Τέλος, οι εξαγωγές του ελληνικού κρασιού, με αξία €70,6 εκατ., αφορούσαν το 2020 25,8 χιλ. τόνους η αλλιώς περίπου το 11,3% της ελληνικής παραγωγής. Οι εξαγωγές αυτές έγιναν προς 77 χώρες (μεγάλη διασπορά), με αδιαμφισβήτητα πρώτη τη Γερμανία (46%), προφανώς λόγω της ισχυρής εκεί ελληνικής ομογένειας. Στον αντίποδα, 12,3 χιλ. τόνοι κρασί εισήχθη το 2020 στην Ελλάδα, με αξία €29,1 εκατ. και τις περισσότερες από τις φιάλες να προέρχονται από τη γειτονική Ιταλία.
Νίκης 34,
10557 Αθήνα
Τηλ: 210 3226053
seo@wine.org.gr
info@greekwinefederation.gr
Σχεδιασμός & Περιεχόμενο: Vinetum
Διαδικτυακή ανάπτυξη: DataQube